λογευτής

λογευτής
λογευτής, ὁ (Α) [λογεύω]
κρατικός υπάλληλος στην Αίγυπτο, τού οποίου έργο ήταν η συγκέντρωση τών φόρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιστολογευτής — ὁ, Α έμπιστος εισπράκτορας χρεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστός + λογευτής «συλλέκτης φόρων» (< λογεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”